κλαυθμοῖς

κλαυθμοῖς
κλαυθμός
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίπτυξη — η / περίπτυξις, ύξεως, ΝΑ [περιπτύσσω] περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῑς καὶ περιπτύξεσι τοῡ νεκρού», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”